῟῟῟ ΓΙΑ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ῟῟῟
Η κυρ᾽ Αργυρώ, η Ελένη, η Μαριγώ, η Λεμονιά,
μαστίχι καθαρίζαν,
σκυμμένες πάνω στα σινιά
αναπολούσαν τα παλιά, τα μάτια τους δακρύζαν.
Μιλάγαν ασταμάτητα για τις εποχές,
που ήταν μεγάλη αφθονία,
που βράζανε παντού οι έξοχες,
από μιά χαρούμενη ανθρώπινη κοινωνία.
Βουλούσαν λέγαν οι ελιές
γεμάτα τα υπέρογκα πιθάρια,
στο κέντος που επείγεναν,
εβγάζαν πολύ μαστίχι τα σκινάρια.
Μπερκέτι ήταν όλοι οι καρποί,
πηγαίνανε και ερχότανε τ᾽ αγώγια,
σιτάρια, κριθάρια, αμύγδαλα,
γεμάτα τα κατώγια.
Βάζανε λέγαν και καπνά,
μεγάλα είχαν αμπέλια,
οι νοικοκυραίοι δεν προλάβαιναν
και πέρνανε κοπέλια.
Τρέχανε λέγαν τα νερά
από τις πηγές, τις βρύσες, τα πηγάδια,
τα ψάρια ήταν μπόλικα
σαν ρίχναν παραγάδια.
Θυμάστε λέγαν βρε παιδιά, για να πάμε στο χωράφι,
η περπατούσαμε η με το γαϊδουράκι,
τώρα δρόμους ανοίξανε παντού,
και πάν με φορτηγάκι!
Στάμος Στεφανάκης
Η κυρ᾽ Αργυρώ, η Ελένη, η Μαριγώ, η Λεμονιά,
μαστίχι καθαρίζαν,
σκυμμένες πάνω στα σινιά
αναπολούσαν τα παλιά, τα μάτια τους δακρύζαν.
Μιλάγαν ασταμάτητα για τις εποχές,
που ήταν μεγάλη αφθονία,
που βράζανε παντού οι έξοχες,
από μιά χαρούμενη ανθρώπινη κοινωνία.
Βουλούσαν λέγαν οι ελιές
γεμάτα τα υπέρογκα πιθάρια,
στο κέντος που επείγεναν,
εβγάζαν πολύ μαστίχι τα σκινάρια.
Μπερκέτι ήταν όλοι οι καρποί,
πηγαίνανε και ερχότανε τ᾽ αγώγια,
σιτάρια, κριθάρια, αμύγδαλα,
γεμάτα τα κατώγια.
Βάζανε λέγαν και καπνά,
μεγάλα είχαν αμπέλια,
οι νοικοκυραίοι δεν προλάβαιναν
και πέρνανε κοπέλια.
Τρέχανε λέγαν τα νερά
από τις πηγές, τις βρύσες, τα πηγάδια,
τα ψάρια ήταν μπόλικα
σαν ρίχναν παραγάδια.
Θυμάστε λέγαν βρε παιδιά, για να πάμε στο χωράφι,
η περπατούσαμε η με το γαϊδουράκι,
τώρα δρόμους ανοίξανε παντού,
και πάν με φορτηγάκι!
Στάμος Στεφανάκης
No comments:
Post a Comment