Ο ψεύτης το Γιαννάκη
του Σταμάτη Στεφανάκη
Νέα Υόρκη 1/22/2011
Κάποτε στην Καλλιμασιά, στον στενό και ανηφορικό δρομάκο που οδηγούσε από τον Χριστό στον Άγιο Νικόλα, ζούσε ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, που λόγο του ύψους του, παρά το γεροντικό της ηλικίας του, όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι τον φώναζαν Γιαννάκη. Ξεχώριζε από μακριά, αλλά όταν ερχόταν κοντά σου το μάτι σου έπεφτε στο μονίμως φουσκωμένο από τον καπνό που μάσαγε μάγουλο του. Όλη μέρα στα χωράφια και στις δουλειές του, αλλά το απογευματάκι κατηφόριζε στα καφενεία όπου με μεγάλη ανυπομονησία τον περίμεναν οι φίλοι του για να τον καθίσουν στο κέντρο του καφενέ και να τον κεράσουν.
Θα μου πείτε μα γιατί τόση περιποίηση στο Γιαννάκη;
Γιατί τον περίμεναν πώς και πώς να τους διασκεδάσει, να τους κάνει να γελάσουν, να ξεχάσουν την κούραση της ημέρας που πέρασε.
Λοιπόν, όσο μικρός ήταν στο μπόι, δεν τον εμπόδιζε στο να είναι ο μεγαλύτερος ψεύτης του χωριού! Το Γιαννάκη, με την φυσική έκφραση του προσώπου του, το απαλό της φωνής του, τις χειρονομίες του, είχε την ικανότητα να σε πείσει ότι το ψέμα που έλεγε ήταν αληθινό!
Έτσι ένα απόγευμα παρακατεβαίνει στον καφενέ του Μιχάλα στον Χριστό, (σημερινό κρεοπωλείο του Νίκου Σταμούλη).
Άργηες βρε Γιαννάκη...
Εεεε εμαγείρεβγα...
Είντα εμαγείρεβγες;
Πέδρικες βρε..
Που τις ήβρες; στα ξόβεργα τις ήπιαες; χα χα χα
Εσκότωσατες... το πρωί... είδατες που βοσκούσανε... ένα κοπάι καμιά πενηνταριά...
είχα μαζί μου το τουφεκάτσι... ευτό πούφερα αφ´την Μέση Ανατολή, το μονό... το μπροστογεμή... το ξέρετε...
Και ήντα γινε βρε Γιαννάκη; (κάποιος από τους φίλους τον διέκοψε)
Πετώ τους που λες μιαν πέτρα και σηκώσανε...
Και και και; ρωτάνε όλοι με ανυπομονησία για να μάθουν τι απέγινε.
Σηκώνω το τουφέτσι... κι αμολώ μια μπιχτή και μια λαντουριστήηηηη... ΔΩΕΚΑ κάτω!!!
Χα χα χα χα χα χα, ξεκαρδίστικαν όλοι μαζί στα γέλια.