Saturday, January 8, 2011

Πριν από 60 ολόκληρα χρόνια!


ΤΑ ΒΑΦΤΙΔΙΑ ΜΟΥ ΧΤΥΠΟΥΝΕ!
  του Σταμάτη Στεφανάκη
     Νέα Υόρκη 1/08/2011


Το 1940 οι γονείς μου, όπως πάρα πολλοί άλλοι χωριανοί, εγκατέλειψαν την Καλλιμασιά και πήγαν πρόσφυγες στην Κύπρο. Εκεί γεννήθηκε η αδελφή μου.  Το 1947 όταν τελείωσε ο πόλεμος γύρισαν πάλι στο χωριό, άνοιξαν ένα μπακαλικάκι εκεί στον Άγιο Παντελέμονα, και σιγά σιγά έφτιαξαν το σπιτάκι τους ακριβώς δίπλα στο σπίτι του παπά Θεμιστοκλή. 
 Το 1948 ήλθα εγώ να συμπληρώσω την οικογένεια. Μεγάλωνα περισσότερο μέσα στο μπακάλικο παρά στο σπίτι, μέχρι που άρχισα να περπατάω και να μιλάω. Τότε όλα άλλαξαν. 
Εγκαταστάθηκα σχεδόν μονίμως στο σπίτι του παπά Θεμίστου αφού είχα γίνει η ζωντανή κούκλα παιχνίδι για τα παιδιά του παπά, την Βάσω και τον Περικλή. Κάθε μέρα τα παπαδοπαίδια μου αγόραζαν και μια σοκολάτα. 
 Οι σοκολάτες τότε είχαν μέσα την φωτογραφία των ηρώων της επαναστάσεως, τους οποίους είχα μάθει απέξω και ανακατωτά. Το μόνο μου παράπονο ήταν που δεν μπορούσα να βρω πουθενά την Μπουμπουλίνα! 
 Έτσι πέρναγε ωραία ο καιρός, αλλά,... έλα που είχα γίνει κοντά δυόμιση χρονών και ακόμα ήμουν αβάφτιστος; 
Ο παπά Θεμίστος είπε της μάνας μου: 
 Αμαλία είναι καιρός πια να βαφτίσω το παιδί γιατί παραμεγάλωσε. Έτσι, βρέθηκε ο νονός, και κανονίστηκαν όλα τα απαιτούμενα για την βάφτιση. Το γεγονός μαθεύτηκε στην γειτονιά, και κάποιος πελάτης στο μπακάλικο του πατέρα μου μου είπε: βρε συ... α μην αφήκεις  τον παπά α σε βουτήξει μες την κολυμπήθρα, α τον πιάεις αφ᾽ τα γένια! Κι εγώ... το έδεσα κόμπο στο μαντήλι.
 Ο καιρός πέρναγε ώσπου μια μέρα εκεί που με έπαιζαν τα παιδιά του παπά ακούστηκε η καμπάνα να χτυπάει και η βροντερή φωνή του παπά να λέει: Σταματέο, (έτσι με φώναζε) άντε να πεις της μάνας σου πώς χτυπούνε τα βαφτίδια σου, να σε ντύσει να πάμε στην εκκλησιά. Έτρεξα κι εγώ αυτά τα δέκα βήματα που χώριζαν τις πόρτες μας φωνάζοντας: 
 Μαμά τα βαφτίδια μου χτυπούνε! 
Κρατώντας την λαμπάδα μου στο ένα χέρι και τον παπά από το άλλο, ξεκινήσαμε όλοι μαζί, η οικογένεια μου, η οικογένεια του παπά, θείοι-θείες και ξαδέλφια για την εκκλησία. Στον δρόμο όμως, κοιτώντας τον παπά με το καλυμμαύκι, μου φαινόταν πολύ ψηλός  και αυτό που σκεπτόμουν ήταν το πώς θα έφτανα ως εκεί πάνω να πιάσω τα γένια του. Άρχισε το μυστήριο, και σε κάποια στιγμή αφού με ξεγύμνωσαν, με έφεραν μπροστά στην κολυμπήθρα. 
 Αμέσως ο παπά Θεμίστος με τα δύο του χέρια με άρπαξε από την μέση και με σήκωσε στον αέρα. Τότε, μια και βρέθηκα κι εγώ τόσο ψηλά, δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη, ...αρπάζω τον παπά από τα γένια! Βρε Σταματάκι, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου o παπάς,...  τίποτα εγώ. Ξαφνικά η φωνή της Βάσος ακούστηκε να λέει: 
 Η Μπουμπουλίνα η Μπουμπουλίνα, βρήκα την Μπουμπουλίνα μέσα στην κολυμπήθρα. 
 Δεν χρειαζόταν να μου πουν η να ακούσω τίποτα άλλο, αυτό ήταν αρκετό να αφήσω τα γένια και να κοιτάξω μέσα στην κολυμπήθρα. 
 Όπως καταλαβαίνετε ο παπάς δεν έχασε την ευκαιρία να μου δώσει το βάφτισμα.  
 Όμως το φύσαγε και δεν κρύωνε, αφού πάντα και όπου με έβλεπε μου έλεγε: Αυτό που μούκαμες  βρε Θεομπαίχτη Σταματέο, άλλος δεν μου τόχει κάμει, δεν θα το ξεχάσω ποτέ!
 Μα ούτε και εγώ το ξέχασα αφού όλα αυτά που έγραψα, αλήθεια... τα θυμάμαι!
  
 Σταμάτης Στεφανάκης
    

No comments:

Post a Comment